- υπερατλαντικός
- transatlantic
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
υπερατλαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό, στην άλλη ακτή τού Ατλαντικού («οι υπερατλαντικοί μας εταίροι») 2. ο σχετικός με τον διάπλου τού Ατλαντικού ωκεανού («υπερατλαντικά δρομολόγια») 3. φρ. «υπερατλαντικό καλώδιο» τηλεπ.… … Dictionary of Greek
υπερατλαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το διάπλου του Ατλαντικού ωκεανού: Υπερατλαντικό δρομολόγιο. 2. αυτός που βρίσκεται στην άλλη μεριά του Ατλαντικού ωκεανού, στην αμερικανική ήπειρο: Υπερατλαντικά κράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek